Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥαντός
ῥαντρίς
ῥάξ
ῥάπα
ῥάπαλος
ῥαπάνιον
ῥαπατήν
ῥαπαύλης
ῥαπεύς
ῥαπιδήϊον
ῥαπιδοποιόν
ῥαπίζω
ῥαπίς
ῥάπισμα
ῥαπισμός
ῥαπιστέον
ῥάπτης
ῥαπτικός
ῥαπτός
ῥάπτρια
ῥάπτω
View word page
ῥαπιδοποιόν
ῥαπιδοποιόν· τὸν ποιητήν, Δωριεῖς, ἢ ποικιλτήν, ἢ τὰς κρηπῖδας ποιοῦντα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥαπιδοποιόν
Headword (normalized):
ῥαπιδοποιόν
Headword (normalized/stripped):
ραπιδοποιον
IDX:
92172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92173
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥαπιδοποιόν·</span> <span class="foreign greek">τὸν ποιητήν, Δωριεῖς, ἢ ποικιλτήν, ἢ τὰς κρηπῖδας ποιοῦντα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}