Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥαιστάζει
ῥαιστήρ
ῥαιστήριος
ῥαιστηροκοπία
ῥάϊστος
ῥαιστότυπος
ῥαίστωρ
ῥαίω
ῥακά
ῥάκανα
ῥάκελος
ῥακενδύτης
ῥακετρίζω
ῥάκετρον
ῥάκινος
ῥάκιον
ῥακιοσυρραπτάδης
ῥακίς
ῥακίωσις
ῥακοδύτης
ῥακόδυτος
View word page
ῥάκελος
ῥάκελος (and ῥακλεός),= σκληρός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥάκελος
Headword (normalized):
ῥάκελος
Headword (normalized/stripped):
ρακελος
IDX:
92114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92115
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥάκελος</span> (and <span class="orth greek">ῥακλεός</span>),= <span class="foreign greek">σκληρός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}