Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥαιβοσκελής
ῥαιβότης
ῥαιβόω
ῥαῖδα
ῥαίδιον
ῥαΐζω
ῥαικακερεῖς
ῥαίνω
ῥαϊξία
ῥάϊος
ῥαιστάζει
ῥαιστήρ
ῥαιστήριος
ῥαιστηροκοπία
ῥάϊστος
ῥαιστότυπος
ῥαίστωρ
ῥαίω
ῥακά
ῥάκανα
ῥάκελος
View word page
ῥαιστάζει
ῥαιστάζει· πονεῖ, ὠθεῖ, Hsch.; cf. ῥαστάζει.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥαιστάζει
Headword (normalized):
ῥαιστάζει
Headword (normalized/stripped):
ραισταζει
IDX:
92104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92105
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥαιστάζει·</span> <span class="foreign greek">πονεῖ, ὠθεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ῥαστάζει</span>.</div><br><br>'}