Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνολβία
ἀνόλβιος
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
ἀνολόφυρτον
Ἀνολυμπιάς
ἄνομαι
ἀνομαλίζω
ἀνομάλωσις
ἀνομβρέω
ἀνομβρήεις
ἀνομβρία
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομήλικος
ἀνόμημα
ἀνομία
View word page
ἄνομαι
ἄνομαι,
A). v. ἄνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνομαι
Headword (normalized):
ἄνομαι
Headword (normalized/stripped):
ανομαι
IDX:
9204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9205
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄνω.</span> </div> </div><br><br>'}