Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνοκώχησις
ἀνολβέω
ἀνολβία
ἀνόλβιος
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
ἀνολόφυρτον
Ἀνολυμπιάς
ἄνομαι
ἀνομαλίζω
ἀνομάλωσις
ἀνομβρέω
ἀνομβρήεις
ἀνομβρία
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομήλικος
View word page
ἀνολόφυρτον
ἀνολόφυρτον·
ἀδάκρυτον,
Hsch.
(
ἀνωλόφυκτον
cod.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνολόφυρτον
Headword (normalized):
ἀνολόφυρτον
Headword (normalized/stripped):
ανολοφυρτον
IDX:
9202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9203
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνολόφυρτον·</span> <span class="foreign greek">ἀδάκρυτον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">ἀνωλόφυκτον</span> cod.).</div><br><br>'}