Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πωλοδάμνης
πωλοδαμνία
πωλοδαμνικός
πωλομάχος
πῶλος
πωλοτροφέω
πωλοτροφία
πωλοτροφικός
πωλότροφος
πωλύπιον
πώλυπος
Πωλώ
πωλωνεῖα
πῶμα1
πῶμα2
πωμάζω
πώμαλᾰ
πωμάριον
πωμαρίτης
πωμαστέον
πωματίας
View word page
πώλυπος
πώλυπος, πῶλυψ,
A). v. πολύπους .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πώλυπος
Headword (normalized):
πώλυπος
Headword (normalized/stripped):
πωλυπος
IDX:
91966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91967
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πώλυπος</span>, <span class="orth greek">πῶλυψ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πολύπους</span> .</div> </div><br><br>'}