Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πώλημα
πώλης
πώλησις
πωλητήρ
πωλητήριον
πωληταί
πωλητής
πωλητικός
πωλητός
πωλήτρια
πωλιείτης
πωλικός
πώλιμος
πωλίον
πωλοδαμαστής
πωλοδαμαστική
πωλοδαμνέω
πωλοδάμνης
πωλοδαμνία
πωλοδαμνικός
πωλομάχος
View word page
πωλιείτης
πωλιείτης, perh. for πωλητής, Sammelb. 5220.14 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πωλιείτης
Headword (normalized):
πωλιείτης
Headword (normalized/stripped):
πωλιειτης
IDX:
91949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91950
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πωλιείτης</span>, perh. for <span class="foreign greek">πωλητής</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 5220.14 </span>.</div><br><br>'}