Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πώλη
πώλημα
πώλης
πώλησις
πωλητήρ
πωλητήριον
πωληταί
πωλητής
πωλητικός
πωλητός
πωλήτρια
πωλιείτης
πωλικός
πώλιμος
πωλίον
πωλοδαμαστής
πωλοδαμαστική
πωλοδαμνέω
πωλοδάμνης
πωλοδαμνία
πωλοδαμνικός
View word page
πωλήτρια
πωλ-ήτρια, , fem. of πωλητήρ, Poll. 3.80 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πωλήτρια
Headword (normalized):
πωλήτρια
Headword (normalized/stripped):
πωλητρια
IDX:
91948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91949
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πωλ-ήτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">πωλητήρ</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3:80" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3.80/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 3.80 </a>.</div><br><br>'}