Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πῶ2
πώγων
πωγωνιαῖος
πωγωνίας
πωγωνιάτης
πωγωνικός
πωγώνιον
πωγωνίτης
πωγωνοκουρία
πωγωνοτροφέω
πωγωνοτροφία
πωγωνοφόρος
πώεα
πωλάριον
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευμα
πώλευσις
πωλευτής
πωλευτικός
View word page
πωγωνοτροφία
πωγωνο-τροφία, ,
A). letting the beard grow, ib. 352c (pl.).


ShortDef

letting the beard grow

Debugging

Headword:
πωγωνοτροφία
Headword (normalized):
πωγωνοτροφία
Headword (normalized/stripped):
πωγωνοτροφια
IDX:
91925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91926
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πωγωνο-τροφία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">letting the beard grow</span>, ib.<span class="bibl"> 352c </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}