Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πύτινος
πυώδης
πύωσις
πῶ1
πω2
πῶ2
πώγων
πωγωνιαῖος
πωγωνίας
πωγωνιάτης
πωγωνικός
πωγώνιον
πωγωνίτης
πωγωνοκουρία
πωγωνοτροφέω
πωγωνοτροφία
πωγωνοφόρος
πώεα
πωλάριον
πωλεία
πώλειος
View word page
πωγωνικός
πωγων-ικός, , όν,
A). bearded, Gloss.


ShortDef

bearded

Debugging

Headword:
πωγωνικός
Headword (normalized):
πωγωνικός
Headword (normalized/stripped):
πωγωνικος
IDX:
91920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91921
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πωγων-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bearded,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}