Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυρών
Πυρωνία
πυρώπης
πυρωπός
πύρωσις
πυρώτερος
πυρωτής
πυρωτικός
πυρωτός
πῦς
Πύσιος
πύσμα
πυσματικός
πύσσαχος
πυστιάομαι
πύστις
πυστός
πυτά
πυτία
πυτίζω
πυτιναῖος
View word page
Πύσιος
Πύσιος,= Βύσιος (q.v.), Plu. 2.292e .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Πύσιος
Headword (normalized):
πύσιος
Headword (normalized/stripped):
πυσιος
IDX:
91897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91898
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Πύσιος</span>,= <span class="foreign greek">Βύσιος</span> (q.v.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.292e </span>.</div><br><br>'}