Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πύρφορος
πυρώδης
πυρώδης
πύρωθρον
πύρωμα
πυρών
Πυρωνία
πυρώπης
πυρωπός
πύρωσις
πυρώτερος
πυρωτής
πυρωτικός
πυρωτός
πῦς
Πύσιος
πύσμα
πυσματικός
πύσσαχος
πυστιάομαι
πύστις
View word page
πυρώτερος
πῠρ-ώτερος, α, ον, poet. Comp. of πυρρός (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυρώτερος
Headword (normalized):
πυρώτερος
Headword (normalized/stripped):
πυρωτερος
IDX:
91892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91893
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρ-ώτερος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, poet. Comp. of <span class="foreign greek">πυρρός</span> (q.v.).</div><br><br>'}