Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνοίμωκτος
ἄνοινος
ἄνοιξις
ἄνοισις
ἀνοιστέος
ἀνοιστός
ἀνοιστρέω
ἀνοίσω
ἄνοιτο
ἀνόκαιον
ἀνοκηδεολόγον
ἀνόκνως
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνοκώχησις
ἀνολβέω
ἀνολβία
ἀνόλβιος
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
View word page
ἀνοκηδεολόγον
ἀνοκηδεολόγον,
A). v. ἀνοικῆ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνοκηδεολόγον
Headword (normalized):
ἀνοκηδεολόγον
Headword (normalized/stripped):
ανοκηδεολογον
IDX:
9188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9189
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνοκηδεολόγον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀνοικῆ.</span> </div> </div><br><br>'}