Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοινος
ἄνοιξις
ἄνοισις
ἀνοιστέος
ἀνοιστός
ἀνοιστρέω
ἀνοίσω
ἄνοιτο
ἀνόκαιον
ἀνοκηδεολόγον
ἀνόκνως
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνοκώχησις
ἀνολβέω
ἀνολβία
ἀνόλβιος
View word page
ἀνοίσω
ἀνοίσω,
A). v. ἀναφέρω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνοίσω
Headword (normalized):
ἀνοίσω
Headword (normalized/stripped):
ανοισω
IDX:
9185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9186
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνοίσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀναφέρω.</span> </div> </div><br><br>'}