Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πυρροπτέρυξ
πυρρός
πυρρόστυφον
πυρρότης
πυρρότριχος
πυρρούλας
πυρρόχροος
πυρρώδης
Πυρρώνειος
πυρσαίνω
πυρσανίδες
πυρσαυγής
πυρσεία
πυρσευτήρ
πυρσευτής
πυρσεύω
πυρσοβολέω
πυρσοβόλος
πυρσογενής
πυρσοδυνάστης
πυρσοέλικτος
View word page
πυρσανίδες
πυρς-ανίδες·
οὕτω Νύμφαι καλοῦνται
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πυρσανίδες
Headword (normalized):
πυρσανίδες
Headword (normalized/stripped):
πυρσανιδες
IDX:
91856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91857
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πυρς-ανίδες·</span> <span class="foreign greek">οὕτω Νύμφαι καλοῦνται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}