Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πυρρίχιος
πυρριχισμός
πυρριχιστής
πυρριχιστικός
πύρριχος
πυρρόγειος
πυρρογένειος
πύρροθριξ
πυρροκόμης
πυρροκόραξ
πυρρομάκρεια
πυρρόξανθος
πυρρόομαι
πυρροποίκιλος
πυρροπτέρυξ
πυρρός
πυρρόστυφον
πυρρότης
πυρρότριχος
πυρρούλας
πυρρόχροος
View word page
πυρρομάκρεια
πυρρο-μάκρεια
μοσχεύματα
, dub. sens. in
PCair.Zen.
196.9
(iii B.C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πυρρομάκρεια
Headword (normalized):
πυρρομάκρεια
Headword (normalized/stripped):
πυρρομακρεια
IDX:
91842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91843
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πυρρο-μάκρεια</span> <span class="foreign greek">μοσχεύματα</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PCair.Zen.</span> 196.9 </span> (iii B.C.).</div><br><br>'}