Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυροστρόφον
πυρότης
πυροτομία
πυροφθόρος
πυροφοβέω
πυροφορέω1
πυροφορέω2
πυροφορικός
πυροφόρος
πυροφόρος
πυρόχρους
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πυρπερέγχει
πύρπνοος
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλησις
πυρπολητής
πύρπολος
View word page
πυρόχρους
πῠρόχρους, ουν,= πυρίχρως, Gal. 19.495 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυρόχρους
Headword (normalized):
πυρόχρους
Headword (normalized/stripped):
πυροχρους
IDX:
91808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91809
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρόχρους</span>, <span class="itype greek">ουν</span>,= <span class="foreign greek">πυρίχρως</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.495 </span>.</div><br><br>'}