Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πυροσπορέω
πυρόσπορος
πυροστάτης
πυροστρόφον
πυρότης
πυροτομία
πυροφθόρος
πυροφοβέω
πυροφορέω1
πυροφορέω2
πυροφορικός
πυροφόρος
πυροφόρος
πυρόχρους
πυρόω
πυρπαλαμάομαι
πυρπάλαμος
πυρπερέγχει
πύρπνοος
πυρπολέω
πυρπόλημα
View word page
πυροφορικός
πῠρο-φορικός
,
ή
,
όν
,
A).
of
πυροφόροι
( =
πυρφόροι
)
, δεῖπνα
ib.
5(2).269.25
(Mantinea).
ShortDef
of πυροφόροι
Debugging
Headword:
πυροφορικός
Headword (normalized):
πυροφορικός
Headword (normalized/stripped):
πυροφορικος
IDX:
91805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91806
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρο-φορικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of</span> <span class="foreign greek">πυροφόροι </span>( = <span class="ref greek">πυρφόροι</span> )<span class="foreign greek">, δεῖπνα</span> ib.<span class="bibl"> 5(2).269.25 </span> (Mantinea).</div> </div><br><br>'}