Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυροπεμψίφλογος
πυροπίπης
πυροπωλεῖον
πυροπωλέω
πυροπώλης
πυρορραγής
πυρός
πυροσιτόχροος
πυροσπορέω
πυρόσπορος
πυροστάτης
πυροστρόφον
πυρότης
πυροτομία
πυροφθόρος
πυροφοβέω
πυροφορέω1
πυροφορέω2
πυροφορικός
πυροφόρος
πυροφόρος
View word page
πυροστάτης
πῠρο-στάτης,
A). v. πυριστάτης .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυροστάτης
Headword (normalized):
πυροστάτης
Headword (normalized/stripped):
πυροστατης
IDX:
91797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91798
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρο-στάτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πυριστάτης</span> .</div> </div><br><br>'}