Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυριφόρος
πυρίχαλκον
πυριχαρής
πυρίχη
πυρίχρως
πυρκαεύς
πυρκαϊά
πυρκαϊός
πυρκόος
πυρναῖος
πυρνήται
πύρνον
πύρνος
πυρνοτόκος
πυροβολέω
πυροβόλος
πυροβόρος
πυρογενής
πυρογενής
πυροδάνσιον
πυροδόκος
View word page
πυρνήται
πυρν-ήται· ἐσθίηται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυρνήται
Headword (normalized):
πυρνήται
Headword (normalized/stripped):
πυρνηται
IDX:
91761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91762
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πυρν-ήται·</span> <span class="foreign greek">ἐσθίηται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}