πυρκαϊά
πυρ-κᾰϊά, Ep. and Ion. πυρ-ϊή, ἡ: trisyll.
A). πυρκαιά Supp. 1207 :( καίω):—funeral pyre, νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον ; 7.428 πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο 23.228 ; κατὰ πυρκαϊὴν σβέσαν αἴθοπι οἴνῳ quenched the burning pyre, ib. 250 ; πυρκαιὰς νεκρῶν E.l.c.; χλωρίωνι, ὃν .. μυθολογοῦσι γενέσθαι ἐκ πυρκαϊᾶς HA 609b10 .
2). conflagration, πυρκαϊῆς γινομένης , cf. 2.66 Mu. 400a29 (pl.); arson, Lex ap. ; 23.22 πυρκαϊᾶς γραφή, δικάζειν, , 8.40 117 .
3). metaph., flame of love, δῑ ὅσης ἤλθετε πυρκαϊῆς AP 7.217 ( ).