Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυρίτης
πυρίτης
πυρῖτις
πυρίτοκος
πυριτρεφής
πυριτρόφος
πυρίτροχος
πυριφανής
πυρίφατος
πυριφεγγής
πυριφερής
πυρίφευκτος
πυριφλεγέθης
πυριφλεγέθων
πυριφλεγής
πυριφλέγων
πυρίφλεκτος
πυρίφλογος
πυρίφοιτος
πυριφόρος
πυρίχαλκον
View word page
πυριφερής
πῠρι-φερής, ές,
A). fire-borne, ib. 3244 (dub.).


ShortDef

fire-borne

Debugging

Headword:
πυριφερής
Headword (normalized):
πυριφερής
Headword (normalized/stripped):
πυριφερης
IDX:
91742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91743
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρι-φερής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fire-borne</span>, ib.<span class="bibl"> 3244 </span> (dub.).</div> </div><br><br>'}