Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πυριρρόθιος
πυρισθενής
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρισπόρος
πυρίσσοος
πυρίστακτος
πυριστάτης
πυριστεφής
πυρισφάραγος
πυρισφρήγιστος
πυρισχησίφως
πυρισώματος
πυρίτης
πυρίτης
πυρῖτις
πυρίτοκος
πυριτρεφής
πυριτρόφος
πυρίτροχος
πυριφανής
View word page
πυρισφρήγιστος
πῠρι-σφρήγιστος
( Ion. for
Πυρισφρᾱγ-
),
ον
,
A).
sealed with fire
, ib.
13.328
.
ShortDef
sealed with fire
Debugging
Headword:
πυρισφρήγιστος
Headword (normalized):
πυρισφρήγιστος
Headword (normalized/stripped):
πυρισφρηγιστος
IDX:
91729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91730
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρι-σφρήγιστος</span> ( Ion. for <span class="foreign greek">Πυρισφρᾱγ-</span>), <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sealed with fire</span>, ib.<span class="bibl"> 13.328 </span>.</div> </div><br><br>'}