Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πύρινος
πυρίον
πύριος
πυρίπαις
πυριπηγάναξ
πυριπληθής
πυρίπλοκος
πυρίπνευστος
πυριπνέων
πυρίπνοος
πυρίπολος
πυριρραγής
πυριρρόθιος
πυρισθενής
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρισπόρος
πυρίσσοος
πυρίστακτος
πυριστάτης
πυριστεφής
View word page
πυρίπολος
πῠρί-πολος, ον,= πύρπολος, PMag.Par. 1.590 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυρίπολος
Headword (normalized):
πυρίπολος
Headword (normalized/stripped):
πυριπολος
IDX:
91717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91718
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρί-πολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">πύρπολος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.590 </span>.</div><br><br>'}