Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυριλαμπής
πυριλαμπίς
πυρίληπτος
πυριμανέω
πυριμάρμαρος
πυριμαχέω
πυριμάχος
πυρίνη
πυρινίζειν
πυρινόθριξ
πύρινον
πύρινος
πύρινος
πυρίον
πύριος
πυρίπαις
πυριπηγάναξ
πυριπληθής
πυρίπλοκος
πυρίπνευστος
πυριπνέων
View word page
πύρινον
πύρινον, τό,= πύρεθρον, Ps.- Dsc. 3.73 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πύρινον
Headword (normalized):
πύρινον
Headword (normalized/stripped):
πυρινον
IDX:
91705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91706
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πύρινον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">πύρεθρον</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.73 </span>.</div><br><br>'}