Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυρικρόταφος
πυρίκτιτος
πυριλαμπής
πυριλαμπίς
πυρίληπτος
πυριμανέω
πυριμάρμαρος
πυριμαχέω
πυριμάχος
πυρίνη
πυρινίζειν
πυρινόθριξ
πύρινον
πύρινος
πύρινος
πυρίον
πύριος
πυρίπαις
πυριπηγάναξ
πυριπληθής
πυρίπλοκος
View word page
πυρινίζειν
πυρινίζειν, sine expl., Hsch.; prob.
A). = πυρηνίζειν .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυρινίζειν
Headword (normalized):
πυρινίζειν
Headword (normalized/stripped):
πυρινιζειν
IDX:
91703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91704
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πυρινίζειν</span>, sine expl., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πυρηνίζειν</span> .</div> </div><br><br>'}