Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνοικισμός
ἀνοικοδεσπότητος
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδομή
ἀνοικοδόμησις
ἀνοικοδομία
ἀνοικονόμητος
ἄνοικος
ἀνοικτεί
ἀνοικτέον
ἀνοικτές
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοινος
View word page
ἀνοικτές
ἀνοικτές· ἀταλαιπώρητον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνοικτές
Headword (normalized):
ἀνοικτές
Headword (normalized/stripped):
ανοικτες
IDX:
9169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9170
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνοικτές·</span> <span class="foreign greek">ἀταλαιπώρητον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}