Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυρίκαυστος
πυρικαύτωρ
πυρικλόνος
πυρικλοπία
πυρίκμητος
πυρικοίτης
πυρικός
πυρικρόταφος
πυρίκτιτος
πυριλαμπής
πυριλαμπίς
πυρίληπτος
πυριμανέω
πυριμάρμαρος
πυριμαχέω
πυριμάχος
πυρίνη
πυρινίζειν
πυρινόθριξ
πύρινον
πύρινος
View word page
πυριλαμπίς
πῠρι-λαμπίς, ίδος, ,= πυρολαμπίς, Phot. (s.v.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυριλαμπίς
Headword (normalized):
πυριλαμπίς
Headword (normalized/stripped):
πυριλαμπις
IDX:
91696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91697
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρι-λαμπίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">πυρολαμπίς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> (s.v.l.).</div><br><br>'}