Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυρίθυμος
πυρικαής
πυρίκαοι
πυρίκαυστος
πυρικαύτωρ
πυρικλόνος
πυρικλοπία
πυρίκμητος
πυρικοίτης
πυρικός
πυρικρόταφος
πυρίκτιτος
πυριλαμπής
πυριλαμπίς
πυρίληπτος
πυριμανέω
πυριμάρμαρος
πυριμαχέω
πυριμάχος
πυρίνη
πυρινίζειν
View word page
πυρικρόταφος
πῠρι-κρότᾰφος· ὁ μετὰ πυρὸς κεκροτημένος σίδηρος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυρικρόταφος
Headword (normalized):
πυρικρόταφος
Headword (normalized/stripped):
πυρικροταφος
IDX:
91693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91694
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρι-κρότᾰφος·</span> <span class="foreign greek">ὁ μετὰ πυρὸς κεκροτημένος σίδηρος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}