Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυριέθειρα
πυρίεφθον
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρίθυμος
πυρικαής
πυρίκαοι
πυρίκαυστος
πυρικαύτωρ
πυρικλόνος
πυρικλοπία
πυρίκμητος
πυρικοίτης
πυρικός
πυρικρόταφος
πυρίκτιτος
πυριλαμπής
πυριλαμπίς
πυρίληπτος
πυριμανέω
πυριμάρμαρος
View word page
πυρικλοπία
πῠρι-κλοπία,
A). v. πυροκλοπία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυρικλοπία
Headword (normalized):
πυρικλοπία
Headword (normalized/stripped):
πυρικλοπια
IDX:
91689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91690
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρι-κλοπία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πυροκλοπία</span> .</div> </div><br><br>'}