Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυριγενέτης
πυριγενής
πυρίγληνος
πυριγλώχιν
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυρίδειπνος
πυριδίνης
πυρίδιον1
πυρίδιον2
πυριδρακοντόζωνος
πυρίδρομος
πυριέθειρα
πυρίεφθον
πυριηκής
πυριθαλπής
πυρίθυμος
πυρικαής
πυρίκαοι
πυρίκαυστος
πυρικαύτωρ
View word page
πυριδρακοντόζωνος
πῠριδρᾰκοντόζωνος, ον,
A). girt with fiery serpents, PMag.Par. 1.1404 .


ShortDef

girt with fiery serpents

Debugging

Headword:
πυριδρακοντόζωνος
Headword (normalized):
πυριδρακοντόζωνος
Headword (normalized/stripped):
πυριδρακοντοζωνος
IDX:
91677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91678
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠριδρᾰκοντόζωνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">girt with fiery serpents,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.1404 </span>.</div> </div><br><br>'}