Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυριάτη
πυριατήρ
πυριατήριον
πυριατός
πυριάω
πυριβήτης
πυρίβιος
πυρίβλητος
πυριβόλος
πυρίβουλος
πυριβρεμέτης
πυριβριθής
πυρίβρομος
πυρίβρωτος
πυριγενέτης
πυριγενής
πυρίγληνος
πυριγλώχιν
πυριγόνος
πυρίδαπτος
πυρίδειπνος
View word page
πυριβρεμέτης
πῠρῐ-βρεμέτης,
A). v. πυριγενέτης .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυριβρεμέτης
Headword (normalized):
πυριβρεμέτης
Headword (normalized/stripped):
πυριβρεμετης
IDX:
91663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91664
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρῐ-βρεμέτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πυριγενέτης</span> .</div> </div><br><br>'}