Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυρετώδης
πυρεύς
πυρευτής
πυρευτικός
πυρεύω
πυρή
πυρήν
πυρηνάδες
πυρήνεμος
πυρηνίδιον
πυρηνίζειν
πυρήνιον
πυρηνοειδής
πυρηνοσμίλη
πυρηνώδης
πυρητόκος
πυρήφατος
πυρηφόρος
πυρία
πυριάλωτος
πυρίαμα
View word page
πυρηνίζειν
πῡρην-ίζειν, prob. for πιρην-, sine expl., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυρηνίζειν
Headword (normalized):
πυρηνίζειν
Headword (normalized/stripped):
πυρηνιζειν
IDX:
91640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91641
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῡρην-ίζειν</span>, prob. for <span class="foreign greek">πιρην-</span>, sine expl., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}