Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πυρετικός
πυρέτιον
πυρετός
πυρετοφόρος
πυρέττω
πυρετώδης
πυρεύς
πυρευτής
πυρευτικός
πυρεύω
πυρή
πυρήν
πυρηνάδες
πυρήνεμος
πυρηνίδιον
πυρηνίζειν
πυρήνιον
πυρηνοειδής
πυρηνοσμίλη
πυρηνώδης
πυρητόκος
View word page
πυρή
πῠρή
,
ῆς
,
ἡ
, Ion. and Ep. for
πυρά
.
πῠρήϊον
,
τό
, Ion. for
πυρεῖον
.
ShortDef
any place where fire is kindled
Debugging
Headword:
πυρή
Headword (normalized):
πυρή
Headword (normalized/stripped):
πυρη
IDX:
91635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91636
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρή</span>, <span class="itype greek">ῆς</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Ion. and Ep. for <span class="foreign greek">πυρά</span>. <span class="orth greek">πῠρήϊον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Ion. for <span class="foreign greek">πυρεῖον</span>.</div><br><br>'}