Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυρεσσός
πυρέσσω
πυρεστία
πυρεταίνω
πυρετέω
πυρετιάω
πυρετικός
πυρέτιον
πυρετός
πυρετοφόρος
πυρέττω
πυρετώδης
πυρεύς
πυρευτής
πυρευτικός
πυρεύω
πυρή
πυρήν
πυρηνάδες
πυρήνεμος
πυρηνίδιον
View word page
πυρέττω
πῠρέττω, Att. for πυρέσσω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυρέττω
Headword (normalized):
πυρέττω
Headword (normalized/stripped):
πυρεττω
IDX:
91629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91630
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρέττω</span>, Att. for <span class="foreign greek">πυρέσσω</span>.</div><br><br>'}