πυρετός
πῠρετ-ός, ὁ,(πῦρ)
II). fever, Aph. 2.26 , V. 1038 (pl.), etc.; θνήσκειν ἐκ π. Epigr.Gr. 247 (Mysia); π. ἀμφημερινοί, τριταῖοι, τεταρταῖοι, quotidian, tertian, quartan fevers, Ti. 86a , etc. (v. sub. vocc.); διαλείποντες Pr. 866a23 .