Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πύρεθρον
πυρεῖον
πύρειος
πυρεκβολίτης
πυρέκβολος
πυρεκτικός
πυρεσσός
πυρέσσω
πυρεστία
πυρεταίνω
πυρετέω
πυρετιάω
πυρετικός
πυρέτιον
πυρετός
πυρετοφόρος
πυρέττω
πυρετώδης
πυρεύς
πυρευτής
πυρευτικός
View word page
πυρετέω
πῠρετ-έω,= foreg., dub. in PGurob 5.6 (iii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυρετέω
Headword (normalized):
πυρετέω
Headword (normalized/stripped):
πυρετεω
IDX:
91623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91624
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρετ-έω</span>,= foreg., dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGurob</span> 5.6 </span> (iii B.C.).</div><br><br>'}