Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πυρβόλος
πυργαλίδαι
πύργειος
πυργηδόν
πυργηρέομαι
πυργήρης
πυργίδιον
πύργινος
πυργίον
πυργίς
πυργισκάριον
πυργίσκιον
πυργίσκος
πυργίτης
πύργιτρον
πυργόβαρις
πυργοδάϊκτος
πυργοδόμος
πυργοειδής
πυργοκάστελλον
πυργοκέρατα
View word page
πυργισκάριον
πυργ-ισκάριον
,
τό
, Dim. of
πύργος
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πυργισκάριον
Headword (normalized):
πυργισκάριον
Headword (normalized/stripped):
πυργισκαριον
IDX:
91583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91584
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πυργ-ισκάριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">πύργος</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}