Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυππάζω
πύππαξ
πῦρ
πυρά1
πυρά2
πυράγηρα
πυράγρα
πυραγρέτης
πυράζω
πύραθος
πυραίθει
πυραιθής
πύραιθοι
πυραίθουσα
πυράϊνος
πυράκανθα
πυράκμων
πυρακτέω
πυρακτόω
πυραλίς
πυράμη
View word page
πυραίθει
πῠραίθει( ν),
A). v. πυρά, τά .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυραίθει
Headword (normalized):
πυραίθει
Headword (normalized/stripped):
πυραιθει
IDX:
91548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91549
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠραίθει</span>( <span class="orth greek">ν</span>), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πυρά, τά</span> .</div> </div><br><br>'}