Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυός
πυουλκός
πυόω
πυππάζω
πύππαξ
πῦρ
πυρά1
πυρά2
πυράγηρα
πυράγρα
πυραγρέτης
πυράζω
πύραθος
πυραίθει
πυραιθής
πύραιθοι
πυραίθουσα
πυράϊνος
πυράκανθα
πυράκμων
πυρακτέω
View word page
πυραγρέτης
πῠρ-αγρέτης καρκίνος,= πυράγρα, AP 6.92 ( Phil.).


ShortDef

serving for tongues

Debugging

Headword:
πυραγρέτης
Headword (normalized):
πυραγρέτης
Headword (normalized/stripped):
πυραγρετης
IDX:
91545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91546
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠρ-αγρέτης</span> <span class="foreign greek">καρκίνος</span>,= <span class="foreign greek">πυράγρα</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.92 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div><br><br>'}