Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυόρροια
πύος
πυός
πυουλκός
πυόω
πυππάζω
πύππαξ
πῦρ
πυρά1
πυρά2
πυράγηρα
πυράγρα
πυραγρέτης
πυράζω
πύραθος
πυραίθει
πυραιθής
πύραιθοι
πυραίθουσα
πυράϊνος
πυράκανθα
View word page
πυράγηρα
πυράγηρα· τὰ θωράκια, Hsch.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
πυράγηρα
Headword (normalized):
πυράγηρα
Headword (normalized/stripped):
πυραγηρα
IDX:
91543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91544
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πυράγηρα·</span> <span class="foreign greek">τὰ θωράκια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}