Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πυλλεῖ
Πυλόθεν
Πυλοιγενής
πυλοκλειστής
Πύλονδε
πύλος
Πύλος
πυλουρός
πυλοῦχος
πυλόω
πυλωλάκτας
πύλωμα
πυλών
πυλωνοφύλαξ
πυλωρέω
πυλωρικός
πυλώριον
πυλωρός
πύματος
πύνδαξ
πυνθάνομαι
View word page
πυλωλάκτας
πυλωλάκτας·
κακῶν μεστούς
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πυλωλάκτας
Headword (normalized):
πυλωλάκτας
Headword (normalized/stripped):
πυλωλακτας
IDX:
91499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91500
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πυλωλάκτας·</span> <span class="foreign greek">κακῶν μεστούς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}