Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυλευρός
Πυλεύς
πυλεών
πύλη
Πυληγενής
Πυληγόροι
πυληδόκος
πυλιάς
πύλιγξ
πυλίς
πυλλεῖ
Πυλόθεν
Πυλοιγενής
πυλοκλειστής
Πύλονδε
πύλος
Πύλος
πυλουρός
πυλοῦχος
πυλόω
πυλωλάκτας
View word page
πυλλεῖ
πυλλεῖ: θραύει, λέγει, διαβοᾷ, θρυλλεῖ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυλλεῖ
Headword (normalized):
πυλλεῖ
Headword (normalized/stripped):
πυλλει
IDX:
91489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91490
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πυλλεῖ</span>: <span class="foreign greek">θραύει, λέγει, διαβοᾷ, θρυλλεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}