Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυλάοχος
πυλάρτης
Πυλᾶτις
πυλαυρός
πυλαωρός
πυλευρός
Πυλεύς
πυλεών
πύλη
Πυληγενής
Πυληγόροι
πυληδόκος
πυλιάς
πύλιγξ
πυλίς
πυλλεῖ
Πυλόθεν
Πυλοιγενής
πυλοκλειστής
Πύλονδε
πύλος
View word page
Πυληγόροι
Πῠληγόροι: τελῶναι, καὶ οἱ τῶν πανηγύρεων ἐπιμεληταί, Hsch.; cf. Πυλαγόρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Πυληγόροι
Headword (normalized):
πυληγόροι
Headword (normalized/stripped):
πυληγοροι
IDX:
91484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91485
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Πῠληγόροι</span>: <span class="foreign greek">τελῶναι, καὶ οἱ τῶν πανηγύρεων ἐπιμεληταί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">Πυλαγόρος</span>.</div><br><br>'}