Πυλαγόρας
Πῠλᾱγόρ-ας, ου, ὁ,(Πύλαι, ἀγείρω)
A). delegate sent to the Amphictyonic Council at Pylae, ἥκειν .. φασι τοὺς Πυλαγόρας Fr. 322 :—also Πυλᾱγόρος or Πυλάγορος, , 7.214 ( v.l. 18.149 -γόρας ), Decr. Amphict.ib. 154 , , 3.113 114 ( v.l. -γόρας ), 122 , al., (both forms); 9.3.7
II). διὰ βίου SIG 795 B 5 (Delph., i A.D.); cf. Πυληγόρος.