Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυκνόφθαλμος
πυκνόφυλλος
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
πυκνωτικός
πυκταλεύω
πυκταλίζω
πυκτεῖον
πύκτευσις
πυκτευτής
πυκτεύω
πυκτή
πύκτης
πυκτίζω
πυκτικός
πυκτικότης
πυκτίον
πυκτίς
πυκτίς
πυκτομαχέω
View word page
πυκτευτής
πυκτ-ευτής, οῦ, ,
A). boxer, ib.


ShortDef

boxer

Debugging

Headword:
πυκτευτής
Headword (normalized):
πυκτευτής
Headword (normalized/stripped):
πυκτευτης
IDX:
91452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91453
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πυκτ-ευτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">boxer</span>, ib.</div> </div><br><br>'}