Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυκνοπλοέω
πυκνοπνεύματος
πυκνόπνοια
πυκνοποιέω
πυκνόπορος
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνόρριζος
πυκνορρώξ
πυκνός
πυκνός
πυκνόσαρκος
πυκνοσπορέω
πυκνόσπορος
πυκνόστικτος
πυκνόστυλος
πυκνοσύγκριτος
πυκνοσφυξία
πυκνότης
πυκνόφθαλμος
πυκνόφυλλος
View word page
πυκνός
πυκνός, gen. of πνύξ (q.v.).


ShortDef

close, compact

Debugging

Headword:
πυκνός
Headword (normalized):
πυκνός
Headword (normalized/stripped):
πυκνος
IDX:
91433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91434
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πυκνός</span>, gen. of <span class="foreign greek">πνύξ</span> (q.v.).</div><br><br>'}