Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πυκνόν
πυκνονεφής
πυκνοπλοέω
πυκνοπνεύματος
πυκνόπνοια
πυκνοποιέω
πυκνόπορος
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνόρριζος
πυκνορρώξ
πυκνός
πυκνός
πυκνόσαρκος
πυκνοσπορέω
πυκνόσπορος
πυκνόστικτος
πυκνόστυλος
πυκνοσύγκριτος
πυκνοσφυξία
πυκνότης
View word page
πυκνορρώξ
πυκνο-ρρώξ, ῶγος,(ῥώξ)
A). v. πυκνορράξ .


ShortDef

thick with berries

Debugging

Headword:
πυκνορρώξ
Headword (normalized):
πυκνορρώξ
Headword (normalized/stripped):
πυκνορρωξ
IDX:
91431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91432
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πυκνο-ρρώξ</span>, <span class="itype greek">ῶγος</span>,(<span class="etym greek">ῥώξ</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πυκνορράξ</span> .</div> </div><br><br>'}