Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πύκασμα
πυκιμηδής
πυκινά
πυκινόθριξ
πυκινοκίνητος
πυκινόρριζος
πυκινός
πυκινόφρων
πυκνά
πυκνάζω
πυκναία
πυκνάκις
πυκνάρμων
πυκνίτης
πυκνόβλαστος
πυκνογόνατος
πυκνόδους
πυκνόθριξ
πυκνόκαρπος
πυκνοκίνδυνος
πυκνόκοκκον
View word page
πυκναία
πυκν-αία
,
ἡ
,=
πνύξ
(q.v.), Ion
Trag.
65
.
ShortDef
Pnyx
Debugging
Headword:
πυκναία
Headword (normalized):
πυκναία
Headword (normalized/stripped):
πυκναια
IDX:
91408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91409
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πυκν-αία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">πνύξ</span> (q.v.), Ion <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Trag.</span> 65 </span>.</div><br><br>'}