Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πύϊον
πύκᾰ
πυκάεις
πυκάζω
πύκασμα
πυκιμηδής
πυκινά
πυκινόθριξ
πυκινοκίνητος
πυκινόρριζος
πυκινός
πυκινόφρων
πυκνά
πυκνάζω
πυκναία
πυκνάκις
πυκνάρμων
πυκνίτης
πυκνόβλαστος
πυκνογόνατος
πυκνόδους
View word page
πυκινός
πῠκῐνός, πυκινῶς,
A). v. πυκνός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυκινός
Headword (normalized):
πυκινός
Headword (normalized/stripped):
πυκινος
IDX:
91404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91405
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῠκῐνός</span>, <span class="orth greek">πυκινῶς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πυκνός</span> .</div> </div><br><br>'}